επάρχω — ἐπάρχω (AM) μσν. αρχ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων ο έπαρχος αρχ. 1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.) 2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ ἄν ἔθνους ἐπάρξαι»,… … Dictionary of Greek
επαρχώ — (AM ἐπαρχῶ, έω) [έπαρχος] είμαι έπαρχος, επαρχεύω ||(μσν. αρχ.) παθ. ἐπαρχοῡμαι διοικούμαι από έπαρχο … Dictionary of Greek
ἐπάρχῳ — ἔπαρχος commander masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρξαι — ἐπάρχω rule over perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) ἐπάρχω rule over aor inf act ἐπάρξαῑ , ἐπάρχω rule over aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρξουσιν — ἐπάρχω rule over aor subj act 3rd pl (epic) ἐπάρχω rule over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπάρχω rule over fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρχῃ — ἐπάρχω rule over pres subj mp 2nd sg ἐπάρχω rule over pres ind mp 2nd sg ἐπάρχω rule over pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῆρχε — ἐπάρχω rule over perf imperat act 2nd sg ἐπάρχω rule over perf ind act 3rd sg ἐπάρχω rule over imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῆρχεν — ἐπάρχω rule over plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπάρχω rule over perf ind act 3rd sg ἐπάρχω rule over imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρξάντων — ἐπάρχω rule over aor part act masc/neut gen pl ἐπάρχω rule over aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχόντων — ἐπάρχω rule over pres part act masc/neut gen pl ἐπάρχω rule over pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)